- φράντζα
- η, Ν1. ταινία με κρόσια2. τούφα από μαλλιά που πέφτει στο μέτωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frangia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φράντζα — η (λ. ιταλ.) 1. κροσσωτό συνήθως σιρίτι, είδος κορδονιού, πασμαντερί. 2. τούφα μαλλιών που πέφτει σε όλο το μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταινιόπλεγμα — το, Ν διακοσμητικό πλέγμα από ταινίες, αλλ. φράντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + πλέγμα. Η λ., στον πληθ. ταινιοπλέγματα, μαρτυρείται από το 1884 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… … Dictionary of Greek